Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπενθρῴσκω
ἐπεντανύω
ἐπεντείνω
ἐπεντέλλω
ἐπεντύω
ἐπεξάγω
ἐπεξαγωγή
ἐπεξαμαρτάνω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξῆς
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπέοικα
ἐπέραστος
View word page
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργάζομαι fut. -εξεργάσομαι Dep.: to effect besides, Dem. to slay over again, Soph.

ShortDef

to effect besides

Debugging

Headword:
ἐπεξεργάζομαι
Headword (normalized):
ἐπεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
επεξεργαζομαι
IDX:
11994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11997
Key:
e)pecerga/zomai

Data

{'content': 'ἐπεξεργάζομαι\n fut. -εξεργάσομαι\n Dep.:\n to effect besides, Dem.\n to slay over again, Soph.', 'key': 'e)pecerga/zomai'}