Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεναρίζω
ἐπενδίδωμι
ἐπένδυμα
ἐπενδύνω
ἐπενθρῴσκω
ἐπεντανύω
ἐπεντείνω
ἐπεντέλλω
ἐπεντύω
ἐπεξάγω
ἐπεξαγωγή
ἐπεξαμαρτάνω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξῆς
ἐπεξιακχάζω
View word page
ἐπεξαγωγή
ἐπεξαγωγή from ἐπεξάγω (ᾰ) ἐπεξᾰγωγή, ἡ, extension of a line of battle, Thuc.
ShortDef
extension of a line of battle
Debugging
Headword:
ἐπεξαγωγή
Headword (normalized):
ἐπεξαγωγή
Headword (normalized/stripped):
επεξαγωγη
IDX:
11990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11993
Key:
e)pecagwgh/
Data
{'content': 'ἐπεξαγωγή\n from ἐπεξάγω (ᾰ)\n ἐπεξᾰγωγή, ἡ,\n extension of a line of battle, Thuc.', 'key': 'e)pecagwgh/'}