Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπεκτρέχω
ἐπεκφέρω
ἐπεκχωρέω
ἐπέλασις
ἐπελαύνω
ἐπελπίζω
ἐπέλπομαι
ἐπεμβαδόν
ἐπεμβαίνω
ἐπεμβάλλω
ἐπεμβάτης
ἐπεμπηδάω
ἐπεμπίπτω
ἐπεναρίζω
ἐπενδίδωμι
ἐπένδυμα
ἐπενδύνω
ἐπενθρῴσκω
ἐπεντανύω
ἐπεντείνω
ἐπεντέλλω
View word page
ἐπεμβάτης
ἐπεμβάτης ἐπ-εμβάτης (ᾰ), ου, one mounted, c. gen., Eur.

ShortDef

one mounted

Debugging

Headword:
ἐπεμβάτης
Headword (normalized):
ἐπεμβάτης
Headword (normalized/stripped):
επεμβατης
IDX:
11977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11980
Key:
e)pemba/ths

Data

{'content': 'ἐπεμβάτης\n ἐπ-εμβάτης (ᾰ), ου,\n one mounted, c. gen., Eur.', 'key': 'e)pemba/ths'}