Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδρομή
ἐπέκεινα
ἐπεκπίνω
ἐπέκπλοος
ἐπεκτείνω
ἐπεκτρέχω
ἐπεκφέρω
ἐπεκχωρέω
ἐπέλασις
ἐπελαύνω
ἐπελπίζω
ἐπέλπομαι
ἐπεμβαδόν
ἐπεμβαίνω
ἐπεμβάλλω
ἐπεμβάτης
ἐπεμπηδάω
View word page
ἐπεκφέρω
ἐπεκφέρω fut. -εξοίσω to carry out far, Plut.
ShortDef
to carry out far
Debugging
Headword:
ἐπεκφέρω
Headword (normalized):
ἐπεκφέρω
Headword (normalized/stripped):
επεκφερω
IDX:
11968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11971
Key:
e)pekfe/rw
Data
{'content': 'ἐπεκφέρω\n fut. -εξοίσω\n to carry out far, Plut.', 'key': 'e)pekfe/rw'}