Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδρομή
ἐπέκεινα
ἐπεκπίνω
ἐπέκπλοος
ἐπεκτείνω
ἐπεκτρέχω
ἐπεκφέρω
ἐπεκχωρέω
ἐπέλασις
ἐπελαύνω
ἐπελπίζω
View word page
ἐπεκδρομή
ἐπεκδρομή ἐπ-εκδρομή, ἡ, an excursion, expedition, Thuc.
ShortDef
an excursion, expedition
Debugging
Headword:
ἐπεκδρομή
Headword (normalized):
ἐπεκδρομή
Headword (normalized/stripped):
επεκδρομη
IDX:
11962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11965
Key:
e)pekdromh/
Data
{'content': 'ἐπεκδρομή\n ἐπ-εκδρομή, ἡ,\n an excursion, expedition, Thuc.', 'key': 'e)pekdromh/'}