Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδρομή
ἐπέκεινα
ἐπεκπίνω
ἐπέκπλοος
ἐπεκτείνω
ἐπεκτρέχω
ἐπεκφέρω
View word page
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβαίνω fut. -εκβήσομαι aor2 -εξέβην to go out upon, disembark, Thuc.
ShortDef
to go out upon, disembark
Debugging
Headword:
ἐπεκβαίνω
Headword (normalized):
ἐπεκβαίνω
Headword (normalized/stripped):
επεκβαινω
IDX:
11958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11961
Key:
e)pekbai/nw
Data
{'content': 'ἐπεκβαίνω\n fut. -εκβήσομαι\n aor2 -εξέβην\n to go out upon, disembark, Thuc.', 'key': 'e)pekbai/nw'}