Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδρομή
ἐπέκεινα
ἐπεκπίνω
ἐπέκπλοος
ἐπεκτείνω
View word page
ἐπεισφρέω
ἐπεισφρέω aor1 -έφρησα to introduce besides, Eur.
ShortDef
to introduce besides
Debugging
Headword:
ἐπεισφρέω
Headword (normalized):
ἐπεισφρέω
Headword (normalized/stripped):
επεισφρεω
IDX:
11956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11959
Key:
e)peisfre/w
Data
{'content': 'ἐπεισφρέω\n aor1 -έφρησα\n to introduce besides, Eur.', 'key': 'e)peisfre/w'}