Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδρομή
ἐπέκεινα
ἐπεκπίνω
View word page
ἐπεισρέω
ἐπεισρέω fut. -ρεύσομαι to flow in upon or besides, Plut., Luc.
ShortDef
to flow in upon
Debugging
Headword:
ἐπεισρέω
Headword (normalized):
ἐπεισρέω
Headword (normalized/stripped):
επεισρεω
IDX:
11954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11957
Key:
e)peisre/w
Data
{'content': 'ἐπεισρέω\n fut. -ρεύσομαι\n to flow in upon or besides, Plut., Luc.', 'key': 'e)peisre/w'}