Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδρομή
ἐπέκεινα
View word page
ἐπεισπλέω
ἐπεισπλέω fut. -πλεύσομαι to sail in after, Thuc., Xen. to sail against, attack, Thuc.
ShortDef
to sail in after
Debugging
Headword:
ἐπεισπλέω
Headword (normalized):
ἐπεισπλέω
Headword (normalized/stripped):
επεισπλεω
IDX:
11953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11956
Key:
e)peisple/w
Data
{'content': 'ἐπεισπλέω\n fut. -πλεύσομαι\n to sail in after, Thuc., Xen.\n to sail against, attack, Thuc.', 'key': 'e)peisple/w'}