Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδρομή
View word page
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπίπτω fut. -πεσοῦμαι to fall in upon, c. dat., Eur., Xen.; c. acc., Eur.:—absol. to burst in, Soph. to fall upon, of lightning, Hdt.

ShortDef

to fall in upon

Debugging

Headword:
ἐπεισπίπτω
Headword (normalized):
ἐπεισπίπτω
Headword (normalized/stripped):
επεισπιπτω
IDX:
11952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11955
Key:
e)peispi/ptw

Data

{'content': 'ἐπεισπίπτω\n fut. -πεσοῦμαι\n to fall in upon, c. dat., Eur., Xen.; c. acc., Eur.:—absol. to burst in, Soph.\n to fall upon, of lightning, Hdt.', 'key': 'e)peispi/ptw'}