Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιηγέομαι
View word page
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδάω fut. -ήσομαι to leap in upon, εἴς τι Xen.; absol., Ar.

ShortDef

to leap in upon

Debugging

Headword:
ἐπεισπηδάω
Headword (normalized):
ἐπεισπηδάω
Headword (normalized/stripped):
επεισπηδαω
IDX:
11951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11954
Key:
e)peisphda/w

Data

{'content': 'ἐπεισπηδάω\n fut. -ήσομαι\n to leap in upon, εἴς τι Xen.; absol., Ar.', 'key': 'e)peisphda/w'}