Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
View word page
ἐπεισπαίω
ἐπεισπαίω fut. σω to burst in, εἰς τὴν οἰκίαν Ar.

ShortDef

to burst in

Debugging

Headword:
ἐπεισπαίω
Headword (normalized):
ἐπεισπαίω
Headword (normalized/stripped):
επεισπαιω
IDX:
11950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11953
Key:
e)peispai/w

Data

{'content': 'ἐπεισπαίω\n fut. σω\n to burst in, εἰς τὴν οἰκίαν Ar.', 'key': 'e)peispai/w'}