Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεισαγώγιμος
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβοηθέω
View word page
ἐπείσοδος
ἐπείσοδος ἐπ-είσοδος, ἡ, a coming in besides, entrance, Soph.
ShortDef
a coming in besides, entrance
Debugging
Headword:
ἐπείσοδος
Headword (normalized):
ἐπείσοδος
Headword (normalized/stripped):
επεισοδος
IDX:
11949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11952
Key:
e)pei/sodos
Data
{'content': 'ἐπείσοδος\n ἐπ-είσοδος, ἡ,\n a coming in besides, entrance, Soph.', 'key': 'e)pei/sodos'}