Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
ἐπεκβαίνω
View word page
ἐπεισόδιος
ἐπεισόδιος ἐπ-εισόδιος, ον coming in besides, adventitious, Plut. as Subst., an addition, episode, Anth. from ἐπείσοδος
ShortDef
coming in besides, adventitious
Debugging
Headword:
ἐπεισόδιος
Headword (normalized):
ἐπεισόδιος
Headword (normalized/stripped):
επεισοδιος
IDX:
11948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11951
Key:
e)peiso/dios
Data
{'content': 'ἐπεισόδιος\n ἐπ-εισόδιος, ον\n coming in besides, adventitious, Plut.\n as Subst., an addition, episode, Anth.\n from ἐπείσοδος', 'key': 'e)peiso/dios'}