Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισρέω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφρέω
ἔπειτα
View word page
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισκωμάζω fut. σω to rush in like revellers, Plat.
ShortDef
to rush in like revellers
Debugging
Headword:
ἐπεισκωμάζω
Headword (normalized):
ἐπεισκωμάζω
Headword (normalized/stripped):
επεισκωμαζω
IDX:
11947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11950
Key:
e)peiskwma/zw
Data
{'content': 'ἐπεισκωμάζω\n fut. σω\n to rush in like revellers, Plat.', 'key': 'e)peiskwma/zw'}