Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔπειξις
ἐπεί
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
View word page
ἐπεισβάτης
ἐπεισβάτης ἐπεισβάτης (ᾰ), ου, ἐπεισβαίνω an additional passenger, supernumerary on board ship, Eur.

ShortDef

an additional passenger, supernumerary on board

Debugging

Headword:
ἐπεισβάτης
Headword (normalized):
ἐπεισβάτης
Headword (normalized/stripped):
επεισβατης
IDX:
11943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11946
Key:
e)peisba/ths

Data

{'content': 'ἐπεισβάτης\n ἐπεισβάτης (ᾰ), ου,\n ἐπεισβαίνω\n an additional passenger, supernumerary on board ship, Eur.', 'key': 'e)peisba/ths'}