Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔπειμι
ἔπειξις
ἐπεί
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπίπτω
View word page
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάλλω fut. -βαλῶ to throw into besides, τί τινι Eur. intr. to invade again, Thuc.

ShortDef

to throw into besides

Debugging

Headword:
ἐπεισβάλλω
Headword (normalized):
ἐπεισβάλλω
Headword (normalized/stripped):
επεισβαλλω
IDX:
11942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11945
Key:
e)peisba/llw

Data

{'content': 'ἐπεισβάλλω\n fut. -βαλῶ\n to throw into besides, τί τινι Eur.\n intr. to invade again, Thuc.', 'key': 'e)peisba/llw'}