Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπείκεν
ἔπειμι
ἔπειμι
ἔπειξις
ἐπεί
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
View word page
ἐπείσακτος
ἐπείσακτος ἐπ-είσακτος, ον brought in besides: brought in from abroad, imported, alien, foreign, Eur., Dem.

ShortDef

brought in besides: brought in from abroad, imported, alien, foreign

Debugging

Headword:
ἐπείσακτος
Headword (normalized):
ἐπείσακτος
Headword (normalized/stripped):
επεισακτος
IDX:
11940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11943
Key:
e)pei/saktos

Data

{'content': 'ἐπείσακτος\n ἐπ-είσακτος, ον\n brought in besides: brought in from abroad, imported, alien, foreign, Eur., Dem.', 'key': 'e)pei/saktos'}