Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπεικάζω
ἐπείκεν
ἔπειμι
ἔπειμι
ἔπειξις
ἐπεί
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
ἐπείσοδος
View word page
ἐπεισαγώγιμος
ἐπεισαγώγιμος ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον brought in besides the products of the country; τὰ ἐπ. imported wares, Plat.
ShortDef
brought in besides
Debugging
Headword:
ἐπεισαγώγιμος
Headword (normalized):
ἐπεισαγώγιμος
Headword (normalized/stripped):
επεισαγωγιμος
IDX:
11939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11942
Key:
e)peisagw/gimos
Data
{'content': 'ἐπεισαγώγιμος\n ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον\n brought in besides the products of the country; τὰ ἐπ. imported wares, Plat.', 'key': 'e)peisagw/gimos'}