Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπειή
ἐπεικάζω
ἐπείκεν
ἔπειμι
ἔπειμι
ἔπειξις
ἐπεί
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπείσειμι
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισόδιος
View word page
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγωγή from ἐπεισάγω ἐπεισᾰγωγή, ἡ, a bringing in besides, a means of bringing or letting in, Thuc.
ShortDef
a bringing in besides, a means of bringing
Debugging
Headword:
ἐπεισαγωγή
Headword (normalized):
ἐπεισαγωγή
Headword (normalized/stripped):
επεισαγωγη
IDX:
11938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11941
Key:
e)peisagwgh/
Data
{'content': 'ἐπεισαγωγή\n from ἐπεισάγω\n ἐπεισᾰγωγή, ἡ,\n a bringing in besides, a means of bringing or letting in, Thuc.', 'key': 'e)peisagwgh/'}