Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπαρτής
ἐπαρτύω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἔπαρχος
ἐπάρχω
ἐπαρωγή
ἐπαρωγός
ἐπασκέω
ἐπασσύτερος
ἐπασσυτεροτριβής
ἐπᾳστέος
ἐπαστράπτω
ἐπαυγάζω
ἐπαυδάω
ἐπαυλέω
ἐπαυλίζομαι
ἔπαυλις
ἔπαυλος
ἐπαυξάνω
ἐπαύξησις
View word page
ἐπασσυτεροτριβής
ἐπασσυτεροτριβής ἐπασσῠτερο-τρῐβής, ές τρίβω following close one upon another, Aesch.

ShortDef

following close one upon another

Debugging

Headword:
ἐπασσυτεροτριβής
Headword (normalized):
ἐπασσυτεροτριβής
Headword (normalized/stripped):
επασσυτεροτριβης
IDX:
11890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11893
Key:
e)passuterotribh/s

Data

{'content': 'ἐπασσυτεροτριβής\n ἐπασσῠτερο-τρῐβής, ές\n τρίβω\n following close one upon another, Aesch.', 'key': 'e)passuterotribh/s'}