Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἐπάρουρος
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτύω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἔπαρχος
ἐπάρχω
ἐπαρωγή
ἐπαρωγός
ἐπασκέω
ἐπασσύτερος
ἐπασσυτεροτριβής
ἐπᾳστέος
ἐπαστράπτω
ἐπαυγάζω
ἐπαυδάω
ἐπαυλέω
ἐπαυλίζομαι
View word page
ἐπαρωγή
ἐπαρωγή ἐπᾰρωγή, ἡ, help, aid, against a thing, Luc.

ShortDef

help, aid

Debugging

Headword:
ἐπαρωγή
Headword (normalized):
ἐπαρωγή
Headword (normalized/stripped):
επαρωγη
IDX:
11886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11889
Key:
e)parwgh/

Data

{'content': 'ἐπαρωγή\n ἐπᾰρωγή, ἡ,\n help, aid, against a thing, Luc.', 'key': 'e)parwgh/'}