Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἐπάρουρος
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτύω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἔπαρχος
ἐπάρχω
ἐπαρωγή
ἐπαρωγός
ἐπασκέω
ἐπασσύτερος
ἐπασσυτεροτριβής
ἐπᾳστέος
ἐπαστράπτω
ἐπαυγάζω
ἐπαυδάω
View word page
ἔπαρχος
ἔπαρχος ἔπ-αρχος, ον ἀρχή a commander, Aesch. the Roman praefectus, Plut.
ShortDef
a commander
Debugging
Headword:
ἔπαρχος
Headword (normalized):
ἔπαρχος
Headword (normalized/stripped):
επαρχος
IDX:
11884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11887
Key:
e)/parxos
Data
{'content': 'ἔπαρχος\n ἔπ-αρχος, ον\n ἀρχή\n a commander, Aesch.\n the Roman praefectus, Plut.', 'key': 'e)/parxos'}