Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπαρίστερος
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἐπάρουρος
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτύω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἔπαρχος
ἐπάρχω
ἐπαρωγή
ἐπαρωγός
ἐπασκέω
ἐπασσύτερος
ἐπασσυτεροτριβής
ἐπᾳστέος
ἐπαστράπτω
ἐπαυγάζω
View word page
ἐπαρχικός
ἐπαρχικός ἐπαρχικός, ή, όν provincial, Plut. from ἔπαρχος

ShortDef

provincial

Debugging

Headword:
ἐπαρχικός
Headword (normalized):
ἐπαρχικός
Headword (normalized/stripped):
επαρχικος
IDX:
11883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11886
Key:
e)parxiko/s

Data

{'content': 'ἐπαρχικός\n ἐπαρχικός, ή, όν\n provincial, Plut.\n from ἔπαρχος', 'key': 'e)parxiko/s'}