Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπάργυρος
ἐπάρδω
ἐπαρήγω
ἐπαρίστερος
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἐπάρουρος
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτύω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἔπαρχος
ἐπάρχω
ἐπαρωγή
ἐπαρωγός
ἐπασκέω
ἐπασσύτερος
ἐπασσυτεροτριβής
View word page
ἐπαρτής
ἐπαρτής ἐπ-αρτής, ές ἀρτάω ready for work, equipt, Od.
ShortDef
ready for work, equipt
Debugging
Headword:
ἐπαρτής
Headword (normalized):
ἐπαρτής
Headword (normalized/stripped):
επαρτης
IDX:
11880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11883
Key:
e)parth/s
Data
{'content': 'ἐπαρτής\n ἐπ-αρτής, ές\n ἀρτάω\n ready for work, equipt, Od.', 'key': 'e)parth/s'}