Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπαραρίσκω
ἐπαράσσω
ἐπάρατος
ἐπάργεμος
ἐπάργυρος
ἐπάρδω
ἐπαρήγω
ἐπαρίστερος
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἐπάρουρος
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτύω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἔπαρχος
ἐπάρχω
ἐπαρωγή
View word page
ἐπάρκιος
ἐπάρκιος ἐπ-άρκιος, ον sufficient, Anth.

ShortDef

sufficient

Debugging

Headword:
ἐπάρκιος
Headword (normalized):
ἐπάρκιος
Headword (normalized/stripped):
επαρκιος
IDX:
11876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11879
Key:
e)pa/rkios

Data

{'content': 'ἐπάρκιος\n ἐπ-άρκιος, ον\n sufficient, Anth.', 'key': 'e)pa/rkios'}