Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκράτιστος
ἀκρατοποσία
ἀκρατοπότης
ἄκρατος
ἀκράτωρ
ἀκρατῶς
ἀκράτως
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρίβεια
ἀκριβής
ἀκριβολογέομαι
ἀκριβολόγος
ἀκριβόω
ἀκριβῶς
ἀκριδοθήκη
View word page
ἀκρεμών
ἀκρεμών or ἀκρέμων, fr. ἄκρος a branch, twig, spray, Eur., Theocr.

ShortDef

bough, branch

Debugging

Headword:
ἀκρεμών
Headword (normalized):
ἀκρεμών
Headword (normalized/stripped):
ακρεμων
IDX:
1185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1185
Key:
a)kre/mwn

Data

{'content': 'ἀκρεμών\n or ἀκρέμων, fr. ἄκρος\n a branch, twig, spray, Eur., Theocr.', 'key': 'a)kre/mwn'}