Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπανθίζω
ἐπανθοπλοκέω
ἐπανθρακίδες
ἐπανίημι
ἐπανισόω
ἐπανίστημι
ἐπανιτέος
ἐπάνοδος
ἐπανορθόω
ἐπανόρθωμα
ἐπανόρθωσις
ἐπάν
ἐπαναβαίνω
ἐπαναβάλλω
ἐπαναβιβάζω
ἐπάντης
ἐπαντιάζω
ἐπαντλέω
ἐπανύω
ἐπάνωθεν
ἐπάνω
View word page
ἐπανόρθωσις
ἐπανόρθωσις ἐπανόρθωσις, εως a correcting, revisal, Dem.

ShortDef

a correcting, revisal

Debugging

Headword:
ἐπανόρθωσις
Headword (normalized):
ἐπανόρθωσις
Headword (normalized/stripped):
επανορθωσις
IDX:
11846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11849
Key:
e)pano/rqwsis

Data

{'content': 'ἐπανόρθωσις\n ἐπανόρθωσις, εως\n a correcting, revisal, Dem.', 'key': 'e)pano/rqwsis'}