Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπανθέω
ἐπανθίζω
ἐπανθοπλοκέω
ἐπανθρακίδες
ἐπανίημι
ἐπανισόω
ἐπανίστημι
ἐπανιτέος
ἐπάνοδος
ἐπανορθόω
ἐπανόρθωμα
ἐπανόρθωσις
ἐπάν
ἐπαναβαίνω
ἐπαναβάλλω
ἐπαναβιβάζω
ἐπάντης
ἐπαντιάζω
ἐπαντλέω
ἐπανύω
ἐπάνωθεν
View word page
ἐπανόρθωμα
ἐπανόρθωμα from ἐπανορθόω ἐπανόρθωμα, ατος, τό, a correction, Plat., Dem.
ShortDef
a correction
Debugging
Headword:
ἐπανόρθωμα
Headword (normalized):
ἐπανόρθωμα
Headword (normalized/stripped):
επανορθωμα
IDX:
11845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11848
Key:
e)pano/rqwma
Data
{'content': 'ἐπανόρθωμα\n from ἐπανορθόω\n ἐπανόρθωμα, ατος, τό,\n a correction, Plat., Dem.', 'key': 'e)pano/rqwma'}