Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπαναρρήγνυμι
ἐπαναρρίπτω
ἐπανάσεισις
ἐπανασείω
ἐπανασκοπέω
ἐπανάστασις
ἐπαναστρέφω
ἐπανατείνω
ἐπανατέλλω
ἐπανατίθημι
ἐπανατρέχω
ἐπαναφέρω
ἐπαναχωρέω
ἐπαναχώρησις
ἐπανδιπλάζω
ἐπάνειμι
ἐπανειπεῖν
ἐπανέρομαι
ἐπανέρχομαι
ἐπανερωτάω
ἐπανέχω
View word page
ἐπανατρέχω
ἐπανατρέχω = ἀνατρέχω, to recur, πρός τι Luc.

ShortDef

to recur

Debugging

Headword:
ἐπανατρέχω
Headword (normalized):
ἐπανατρέχω
Headword (normalized/stripped):
επανατρεχω
IDX:
11822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11825
Key:
e)panatre/xw

Data

{'content': 'ἐπανατρέχω\n = ἀνατρέχω,\n to recur, πρός τι Luc.', 'key': 'e)panatre/xw'}