Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκράτεια
ἀκρατής
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκράτιστος
ἀκρατοποσία
ἀκρατοπότης
ἄκρατος
ἀκράτωρ
ἀκρατῶς
ἀκράτως
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρίβεια
ἀκριβής
ἀκριβολογέομαι
View word page
ἀκράτως
ἀκράτως adverb of ἄκρᾱτος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκράτως
Headword (normalized):
ἀκράτως
Headword (normalized/stripped):
ακρατως
IDX:
1181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1181
Key:
a)kra/tws

Data

{'content': 'ἀκράτως\n adverb of ἄκρᾱτος.', 'key': 'a)kra/tws'}