Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκρασία
ἀκράτεια
ἀκρατής
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκράτιστος
ἀκρατοποσία
ἀκρατοπότης
ἄκρατος
ἀκράτωρ
ἀκρατῶς
ἀκράτως
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρίβεια
ἀκριβής
View word page
ἀκρατῶς
ἀκρατῶς adverb of ἀκρατής
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκρατῶς
Headword (normalized):
ἀκρατῶς
Headword (normalized/stripped):
ακρατως
IDX:
1180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1180
Key:
a)kratw=s
Data
{'content': 'ἀκρατῶς\n adverb of ἀκρατής', 'key': 'a)kratw=s'}