Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκρα
ἀκρασία
ἀκράτεια
ἀκρατής
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκράτιστος
ἀκρατοποσία
ἀκρατοπότης
ἄκρατος
ἀκράτωρ
ἀκρατῶς
ἀκράτως
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρίβεια
View word page
ἀκράτωρ
ἀκράτωρ = ἀκρατής I, Soph. = ἀκρατής II, Plat.
ShortDef
powerless; not in control, intemperate
Debugging
Headword:
ἀκράτωρ
Headword (normalized):
ἀκράτωρ
Headword (normalized/stripped):
ακρατωρ
IDX:
1179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1179
Key:
a)kra/twr
Data
{'content': 'ἀκράτωρ\n = ἀκρατής I, Soph.\n = ἀκρατής II, Plat.', 'key': 'a)kra/twr'}