Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄκραντος
ἄκρα
ἀκρασία
ἀκράτεια
ἀκρατής
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκράτιστος
ἀκρατοποσία
ἀκρατοπότης
ἄκρατος
ἀκράτωρ
ἀκρατῶς
ἀκράτως
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἀκρεμών
ἀκρέσπερος
ἀκρήβης
ἄκρηβος
View word page
ἄκρατος
ἄκρατος κεράννυμι of liquids, unmixed, sheer, of wine, Od.:—esp., οἶνος ἄκρητος wine without water, Lat. merum, Hdt.; and ἄκρατος without (οἶνος), Ar., etc. metaph., ἄκρ. μέλαν pure black, Theophr.; ἄκρατος νύξ sheer night, Aesch.; ἄκρ. νοῦς pure intellect, Xen. of conditions or states, pure, untempered, absolute, ἐλευθερία, ἡδονή Plat.; ἄκρ. ψεῦδος a sheer lie, Plat.:—adv. -τως absolutely, Luc. of persons, intemperate, excessive, violent, ἄκρατος ὀργήν Aesch.: so of things we feel, ἄκρ. ὀργή, ἄκρ. καῦμα, etc. comp. ἀκρατέστερος, Sup. -έστατος (as if from ἀκρατής).

ShortDef

unmixed, sheer

Debugging

Headword:
ἄκρατος
Headword (normalized):
ἄκρατος
Headword (normalized/stripped):
ακρατος
IDX:
1178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1178
Key:
a)/kratos

Data

{'content': 'ἄκρατος\n κεράννυμι\n of liquids, unmixed, sheer, of wine, Od.:—esp., οἶνος ἄκρητος wine without water, Lat. merum, Hdt.; and ἄκρατος without (οἶνος), Ar., etc.\n metaph., ἄκρ. μέλαν pure black, Theophr.; ἄκρατος νύξ sheer night, Aesch.; ἄκρ. νοῦς pure intellect, Xen.\n of conditions or states, pure, untempered, absolute, ἐλευθερία, ἡδονή Plat.; ἄκρ. ψεῦδος a sheer lie, Plat.:—adv. -τως absolutely, Luc.\n of persons, intemperate, excessive, violent, ἄκρατος ὀργήν Aesch.: so of things we feel, ἄκρ. ὀργή, ἄκρ. καῦμα, etc.\n comp. ἀκρατέστερος, Sup. -έστατος (as if from ἀκρατής).', 'key': 'a)/kratos'}