Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκραής
ἀκραῖος
ἀκραιφνής
ἄκραντος
ἄκρα
ἀκρασία
ἀκράτεια
ἀκρατής
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκράτιστος
ἀκρατοποσία
ἀκρατοπότης
ἄκρατος
ἀκράτωρ
ἀκρατῶς
ἀκράτως
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἀκρεμών
View word page
ἀκράτιστος
ἀκράτιστος ἀκρατίζομαι having breakfasted, Theocr.

ShortDef

having breakfasted

Debugging

Headword:
ἀκράτιστος
Headword (normalized):
ἀκράτιστος
Headword (normalized/stripped):
ακρατιστος
IDX:
1175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1175
Key:
a)kra/tistos

Data

{'content': 'ἀκράτιστος\n ἀκρατίζομαι\n having breakfasted, Theocr.', 'key': 'a)kra/tistos'}