Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκραγής
ἀκραής
ἀκραῖος
ἀκραιφνής
ἄκραντος
ἄκρα
ἀκρασία
ἀκράτεια
ἀκρατής
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκράτιστος
ἀκρατοποσία
ἀκρατοπότης
ἄκρατος
ἀκράτωρ
ἀκρατῶς
ἀκράτως
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
View word page
ἀκράτισμα
ἀκράτισμα from ἀκρατίζομαι a breakfast, Arist.
ShortDef
a breakfast
Debugging
Headword:
ἀκράτισμα
Headword (normalized):
ἀκράτισμα
Headword (normalized/stripped):
ακρατισμα
IDX:
1174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1174
Key:
a)kra/tisma
Data
{'content': 'ἀκράτισμα\n from ἀκρατίζομαι\n a breakfast, Arist.', 'key': 'a)kra/tisma'}