Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπαγγέλλω
ἐπάγγελμα
ἐπαγείρω
ἐπάγερσις
ἐπαγινέω
ἐπαγλαΐζω
ἐπάγνυμι
ἐπαγρυπνέω
ἐπάγω
ἐπαγωγή
ἐπαγώγιμος
ἐπαγωγός
ἐπαγωνίζομαι
ἐπαγώνιος
ἐπαείδω
ἐπαέξω
ἔπαθλον
ἐπαθροίζομαι
ἐπαιάζω
ἐπαιγιαλῖτις
ἐπαιγίζω
View word page
ἐπαγώγιμος
ἐπαγώγιμος ἐπᾰγώγιμος, ον ἐπάγω imported, Plut.

ShortDef

imported

Debugging

Headword:
ἐπαγώγιμος
Headword (normalized):
ἐπαγώγιμος
Headword (normalized/stripped):
επαγωγιμος
IDX:
11724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11727
Key:
e)pagw/gimos

Data

{'content': 'ἐπαγώγιμος\n ἐπᾰγώγιμος, ον\n ἐπάγω\n imported, Plut.', 'key': 'e)pagw/gimos'}