Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξωτάτω
ἐξώτερος
ἐξωτέρω
ἔοικα
ἐοικότως
ἑορτάζω
ἑορτάσιμος
ἑορτή
ἑός
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
ἐπαγγελία
ἐπαγγέλλω
ἐπάγγελμα
ἐπαγείρω
ἐπάγερσις
ἐπαγινέω
ἐπαγλαΐζω
ἐπάγνυμι
ἐπαγρυπνέω
ἐπάγω
View word page
ἐπαγανακτέω
ἐπαγανακτέω fut. ήσω to be indignant at, Plut.

ShortDef

to be indignant at

Debugging

Headword:
ἐπαγανακτέω
Headword (normalized):
ἐπαγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
επαγανακτεω
IDX:
11712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11715
Key:
e)paganakte/w

Data

{'content': 'ἐπαγανακτέω\n fut. ήσω\n to be indignant at, Plut.', 'key': 'e)paganakte/w'}