Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔξυπνος
ἐξυπτιάζω
ἐξυφαίνω
ἐξύφασμα
ἐξυφηγέομαι
ἔξωθεν
ἐξωθέω
ἐξώλεια
ἐξώλης
ἐξωμίας
ἐξωμιδοποιΐα
ἐξωμίς
ἐξωμοσία
ἐξωνέομαι
ἐξώπιος
ἐξωριάζω
ἔξω
ἔξωρος
ἐξώστης
ἐξωτάτω
ἐξώτερος
View word page
ἐξωμιδοποιΐα
ἐξωμιδοποιΐα ἐξωμιδο-ποιΐα, ἡ, ποιέω the making of an ἐξωμίς, Xen.
ShortDef
manufacture of ἐξωμίδες
Debugging
Headword:
ἐξωμιδοποιΐα
Headword (normalized):
ἐξωμιδοποιΐα
Headword (normalized/stripped):
εξωμιδοποιια
IDX:
11693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11696
Key:
e)cwmidopoii/a
Data
{'content': 'ἐξωμιδοποιΐα\n ἐξωμιδο-ποιΐα, ἡ,\n ποιέω\n the making of an ἐξωμίς, Xen.', 'key': 'e)cwmidopoii/a'}