ἐξοστρακισμός
ἐξοστρακισμός
from ἐξοστρᾰκίζω
ἐξοστρᾰκισμός, ὁ,
banishment by ostracism, Plut.
{
"content": "ἐξοστρακισμός\n from ἐξοστρᾰκίζω\n ἐξοστρᾰκισμός, ὁ,\n banishment by ostracism, Plut.",
"key": "e)costrakismo/s"
}