Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκουσίθεος
ἄκουσμα
ἀκουστέον
ἀκουστός
ἀκούω
ἀκράαντος
ἀκραγής
ἀκραής
ἀκραῖος
ἀκραιφνής
ἄκραντος
ἄκρα
ἀκρασία
ἀκράτεια
ἀκρατής
ἀκρατίζομαι
ἀκράτισμα
ἀκράτιστος
ἀκρατοποσία
View word page
ἀκραῖος
ἀκραῖος ἄκρα dwelling on the heights, Eur.
ShortDef
dwelling on the heights
Debugging
Headword:
ἀκραῖος
Headword (normalized):
ἀκραῖος
Headword (normalized/stripped):
ακραιος
IDX:
1166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1166
Key:
a)krai=os
Data
{'content': 'ἀκραῖος\n ἄκρα\n dwelling on the heights, Eur.', 'key': 'a)krai=os'}