Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξοιωνίζομαι
ἐξοκέλλω
ἐξολισθάνω
ἐξόλλυμι
ἐξολεθρεύω
ἐξολολύζω
ἐξομαλίζω
ἐξομήρευσις
ἐξομηρεύω
ἐξομιλέω
ἐξόμιλος
ἐξομματόω
ἐξόμνυμι
ἐξομοιόω
ἐξομοίωσις
ἐξομολογέομαι
ἐξομόργνυμι
ἐξονειδίζω
ἐξονομάζω
ἐξονομαίνω
ἐξονομακλήδην
View word page
ἐξόμιλος
ἐξόμιλος ἐξ-όμῑλος, ον out of oneʼs own society, alien, Soph.

ShortDef

out of one's own society, alien

Debugging

Headword:
ἐξόμιλος
Headword (normalized):
ἐξόμιλος
Headword (normalized/stripped):
εξομιλος
IDX:
11622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11625
Key:
e)co/milos

Data

{'content': 'ἐξόμιλος\n ἐξ-όμῑλος, ον\n out of oneʼs own society, alien, Soph.', 'key': 'e)co/milos'}