Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξοιστέος
ἐξοιστράω
ἐξοιχνέω
ἐξοίχομαι
ἐξοιωνίζομαι
ἐξοκέλλω
ἐξολισθάνω
ἐξόλλυμι
ἐξολεθρεύω
ἐξολολύζω
ἐξομαλίζω
ἐξομήρευσις
ἐξομηρεύω
ἐξομιλέω
ἐξόμιλος
ἐξομματόω
ἐξόμνυμι
ἐξομοιόω
ἐξομοίωσις
ἐξομολογέομαι
ἐξομόργνυμι
View word page
ἐξομαλίζω
ἐξομαλίζω fut. σω to smooth away, Babr.

ShortDef

to smooth away

Debugging

Headword:
ἐξομαλίζω
Headword (normalized):
ἐξομαλίζω
Headword (normalized/stripped):
εξομαλιζω
IDX:
11618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11621
Key:
e)comali/zw

Data

{'content': 'ἐξομαλίζω\n fut. σω\n to smooth away, Babr.', 'key': 'e)comali/zw'}