Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξοιμώζω
ἐξοινόομαι
ἐξοιστέος
ἐξοιστράω
ἐξοιχνέω
ἐξοίχομαι
ἐξοιωνίζομαι
ἐξοκέλλω
ἐξολισθάνω
ἐξόλλυμι
ἐξολεθρεύω
ἐξολολύζω
ἐξομαλίζω
ἐξομήρευσις
ἐξομηρεύω
ἐξομιλέω
ἐξόμιλος
ἐξομματόω
ἐξόμνυμι
ἐξομοιόω
ἐξομοίωσις
View word page
ἐξολεθρεύω
ἐξολεθρεύω fut. σω to destroy utterly, NTest.

ShortDef

destroy utterly

Debugging

Headword:
ἐξολεθρεύω
Headword (normalized):
ἐξολεθρεύω
Headword (normalized/stripped):
εξολεθρευω
IDX:
11616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11619
Key:
e)coloqreu/w

Data

{'content': 'ἐξολεθρεύω\n fut. σω\n to destroy utterly, NTest.', 'key': 'e)coloqreu/w'}