Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄκοσμος
ἄκος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκουσίθεος
ἄκουσμα
ἀκουστέον
ἀκουστός
ἀκούω
ἀκράαντος
ἀκραγής
ἀκραής
ἀκραῖος
ἀκραιφνής
ἄκραντος
ἄκρα
ἀκρασία
ἀκράτεια
View word page
ἀκουστός
ἀκουστός verb. adj. of ἀκούω heard, audible, Hhymn., Plat., etc. that should be heard, Soph., Eur.

ShortDef

heard, audible

Debugging

Headword:
ἀκουστός
Headword (normalized):
ἀκουστός
Headword (normalized/stripped):
ακουστος
IDX:
1161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1161
Key:
a)kousto/s

Data

{'content': 'ἀκουστός\n verb. adj. of ἀκούω\n heard, audible, Hhymn., Plat., etc.\n that should be heard, Soph., Eur.', 'key': 'a)kousto/s'}