Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξίσωσις
ἐξισωτέος
ἐξίτηλος
ἐξιτητέος
ἐξιτός
ἐξιχνευτέος
ἐξιχνεύω
ἐξιχνοσκοπέω
ἑξμέδιμνος
ἐξογκόω
ἐξόγκωμα
ἐξοδάω
ἐξοδία
ἐξόδιος
ἐξοδοιπορέω
ἔξοδος
ἔξοδος2
ἐξοδυνάω
ἐξόζω
ἔξοιδα
ἐξοιδέω
View word page
ἐξόγκωμα
ἐξόγκωμα from ἐξογκόω ἐξόγκωμα, ατος, τό, anything swollen, ἐξ. λάϊνον a mound of stones, Eur.
ShortDef
anything swollen
Debugging
Headword:
ἐξόγκωμα
Headword (normalized):
ἐξόγκωμα
Headword (normalized/stripped):
εξογκωμα
IDX:
11591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11594
Key:
e)co/gkwma
Data
{'content': 'ἐξόγκωμα\n from ἐξογκόω\n ἐξόγκωμα, ατος, τό,\n anything swollen, ἐξ. λάϊνον a mound of stones, Eur.', 'key': 'e)co/gkwma'}