Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἄκος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκουσίθεος
ἄκουσμα
ἀκουστέον
ἀκουστός
ἀκούω
ἀκράαντος
ἀκραγής
ἀκραής
ἀκραῖος
ἀκραιφνής
ἄκραντος
ἄκρα
View word page
ἄκουσμα
ἄκουσμα ἀκούω a thing heard, such as music, Xen. a rumour, tale, Soph.
ShortDef
a thing heard
Debugging
Headword:
ἄκουσμα
Headword (normalized):
ἄκουσμα
Headword (normalized/stripped):
ακουσμα
IDX:
1159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1159
Key:
a)/kousma
Data
{'content': 'ἄκουσμα\n ἀκούω\n a thing heard, such as music, Xen.\n a rumour, tale, Soph.', 'key': 'a)/kousma'}