Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑξῆς
ἐξηχέω
ἐξιάομαι
ἐξιδιόομαι
ἐξιδίω
ἐξιδρύω
ἐξίημι
ἐξιθύνω
ἐξικετεύω
ἐξικνέομαι
ἐξιλάσκομαι
ἐξιππάζομαι
ἕξις
ἐξισόω
ἐξίστημι
ἐξιστορέω
ἐξισχύω
ἐξίσχω
ἐξίσωσις
ἐξισωτέος
ἐξίτηλος
View word page
ἐξιλάσκομαι
ἐξιλάσκομαι fut. άσομαι Epic άσσομαι Dep. to propitiate, Orac. ap. Hdt., Xen.
ShortDef
to propitiate
Debugging
Headword:
ἐξιλάσκομαι
Headword (normalized):
ἐξιλάσκομαι
Headword (normalized/stripped):
εξιλασκομαι
IDX:
11573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11576
Key:
e)cila/skomai
Data
{'content': 'ἐξιλάσκομαι\n fut. άσομαι\n Epic άσσομαι\n Dep. to propitiate, Orac. ap. Hdt., Xen.', 'key': 'e)cila/skomai'}