Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκορος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἄκος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκουσίθεος
ἄκουσμα
ἀκουστέον
ἀκουστός
ἀκούω
ἀκράαντος
ἀκραγής
ἀκραής
ἀκραῖος
ἀκραιφνής
View word page
ἄκουρος
ἄκουρος κοῦρος Ionic for κόρος without male heir, Od. (κουρά) unshaven, unshorn, Ar.
ShortDef
without male heir
Debugging
Headword:
ἄκουρος
Headword (normalized):
ἄκουρος
Headword (normalized/stripped):
ακουρος
IDX:
1157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1157
Key:
a)/kouros
Data
{'content': 'ἄκουρος\n κοῦρος Ionic for κόρος\n without male heir, Od.\n (κουρά) unshaven, unshorn, Ar.', 'key': 'a)/kouros'}