Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξηγητής
ἐξηγητικός
ἑξηκονταέτης
ἑξήκοντα
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοστός
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημοιβός
ἑξήρετμος
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξηχέω
ἐξιάομαι
ἐξιδιόομαι
ἐξιδίω
ἐξιδρύω
View word page
ἐξημερόω
ἐξημερόω fut. ώσω to tame or reclaim quite, Hdt., Eur.:—metaph. to soften, humanise, Plut.
ShortDef
to tame
Debugging
Headword:
ἐξημερόω
Headword (normalized):
ἐξημερόω
Headword (normalized/stripped):
εξημεροω
IDX:
11558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11561
Key:
e)chmero/w
Data
{'content': 'ἐξημερόω\n fut. ώσω\n to tame or reclaim quite, Hdt., Eur.:—metaph. to soften, humanise, Plut.', 'key': 'e)chmero/w'}